-
1 αιματίτης
ο гематит, красный железняк (минерал) -
2 железняк
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > железняк
-
3 железняк
-а α. (πάντοτε με επιθετικό προσδιορισμό): красный железняк αιματίτης ή ερυθρός σιδηρόλιθος ή σιδηρολαμπρίτης ή ισπεκουλαρίτης•бурый железняк λειμονίτης•
магнитный железняк μαγνητίτης, μαγνητικό οξείδιο σιδήρου•
шпатовый железняк σιδηρίτης ή ανθρακικός σίδηρος.